-
1 βραδυ
-
2 βραδυ-πόρος
βραδυ-πόρος, langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.
-
3 βραδυ-πεπτέω
βραδυ-πεπτέω, langsam, schwer verdauen, Medic.
-
4 βραδυ-πεψία
βραδυ-πεψία, ἡ, langsame, schwere Verdauung, Medic.
-
5 βραδυ-πείθής
βραδυ-πείθής, ές, langsam, schwer zu überreden, gehorchend, Agath. 21. 22 (V, 287, 289); Nonn. D. 4, 313 u. öfter.
-
6 βραδυ-πορέω
βραδυ-πορέω, langsam gehen, Plut. Plac. phil. 5, 18.
-
7 βραδυ-πλοέω
βραδυ-πλοέω, langsam schiffen, N. T.; Sp.
-
8 βραδυ-στομέω
βραδυ-στομέω, langsam, schwerfällig sprechen, Clem. Al.
-
9 βραδυ-σκελής
βραδυ-σκελής, ές, langsam, schwerfüßig, Hephästus, Philip. 13 (VI, 101).
-
10 βραδυ-σῑτέω
βραδυ-σῑτέω, spät essen, Medic.
-
11 βραδυ-σῑτία
βραδυ-σῑτία, ἡ, das Spätessen, Medic.
-
12 βραδυ-τόκος
βραδυ-τόκος, langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.
-
13 βραδυ-τοκέω
βραδυ-τοκέω, langsam gebären, Sp.
-
14 βραδυ-κίνητος
βραδυ-κίνητος, sich langsam bewegend, Sp.
-
15 βραδυ-γνώμων
βραδυ-γνώμων, ον, schwerfälligen Geistes, Sp.
-
16 βραδυ-κῑνησία
βραδυ-κῑνησία, ἡ, langsame Bewegung, Aristid. Quint.
-
17 βραδυ-μαθής
βραδυ-μαθής, ές, langsam lernend, Hesych.
-
18 βραδυ-βουλία
βραδυ-βουλία, ἡ, Langsamkeit des Rathes, Philo.
-
19 βραδυ-βάμων
βραδυ-βάμων, ον, langsam gehend, Arist. Physiogn. 6, 44 (p. 813).
-
20 βραδυ-δῑνής
βραδυ-δῑνής, ές, langsam wirbelnd, Nonn.
См. также в других словарях:
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek
βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)